- μυριολυπούμαι
- (Μ μυριολυποῡμαι, -έομαι)(νεοελλ)1. συμπονώ, σπλαχνίζομαι κάποιον2. λυπούμαι, θλίβομαι πάρα πολύμσν.(η μτχ. παρακμ.) μυριολυπημένος, -η, -οναυτός που παρέχει άπειρες θλίψεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + λυποῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.